υπνοβατικός

υπνοβατικός
η , ό[ν] лунатический, сомнамбулический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπνοβατικός" в других словарях:

  • υπνοβατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνοβάτη ή στην υπνοβασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • υπνοβατικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υπνοβάτη ή την υπνοβασία (βλ. λ.): Υπνοβατική κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»